6. ΜΝΗΜΗ


6.1. Η μνήμη και οι μορφές της


 Ο όρος μνήμη αναφέρεται στις νοητικές διεργασίες με τις οποίες το άτομο κατορθώνει να διατη­ρεί για περαιτέρω χρήση της εμπειρίας του για ένα μικρό ή και μεγάλο διάστημα μετά την πρόσκτησή τους. Είναι η ικανότητα για εντύπωση, διατήρηση, ανάπλαση και αναγνώριση παρα­στάσεων. Η εντύπωσή τους στη συνείδηση αποτελεί το πρώτο στάδιο της μνήμης, εξαρτάται από την ευφυΐα, την υγεία, την ηλικία, τη ψυχική διάθεση, την οργάνωση των προς μάθηση υλικών, τις επαναλήψεις, την προφορική και γραπτή έκφραση.

Οι μορφές μνήμης είναι οι ακόλουθες:
1.      Η μορφή της ανάκλησης περιστατικών και μεταβλητών που συνοδεύουν αυτά τα περιστατικά. Συνήθως διενεργείται με τη βοήθεια ερεθίσματος σχετικό με το περιστατικό.
2.      Η μορφή της αναγνώρισης αντικειμένων ή καταστάσεων ήδη γνωστών στο άτομο.
3.      Η μορφή της διευκόλυνσης της νέας μάθησης, μορφής μάθησης που αναφέ­ρεται στην εκ νέου μάθηση κάποιου αντικειμένου που είχαμε μάθει στο πα­ρελθόν.
4.      Η μορφή της φωτογραφικής μνήμης, που αναφέρεται στην ξεχωριστή εκείνη ικανότητα ορισμένων ατόμων να εντυπώνουν και να ανακαλούν σε φωτογρα­φική μορφή ολόκληρες παραστάσεις.
Για την αναλογία μνήμης σε παιδιά και ενήλικους επικρατεί η άποψη ότι το κύριο χαρα­κτηριστικό γνώρισμα του παιδιού έως την ηλικία των 11 ετών είναι η μεγάλη μη­χανική μνήμη. Η  μνήμη του παιδιού μέχρι το 11ο έτος είναι αδύνατη, επειδή οι ανωτέρω νοητικές ικανότητές του δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Η μνήμη των ενηλίκων είναι ανώτερη από αυτήν των παιδιών και τα παιδιά συγκροτούν στη μνήμη ό,τι μαθαίνουν για χρόνο μακρύτερο από όσο οι ενήλικοι.
Χαρακτηριστικά, η μνημονική ικανότητα ενός κανονικού παιδιού κατά ηλικία είναι η εξής:
3 ετών: α) επανάληψη προτάσεων από 7 συλλαβές,
       β) επανάληψη 3 μονοψήφιων αριθμών διαδοχικά.
4 ετών: α) επανάληψη προτάσεων από 10 συλλαβές,
       β) επανάληψη 4 μονοψήφιων αριθμών διαδοχικά.
5 ετών: α) επανάληψη προτάσεων από 15 συλλαβές,
       β) επανάληψη 4 μονοψήφιων αριθμών διαδοχικά,
   γ) διαδοχική εκτέλεση 3 εντολών.
6 ετών: α) επανάληψη προτάσεων από 16 συλλαβές,
       β) επανάληψη 4 μονοψήφιων αριθμών διαδοχικά,
       γ) αντιγραφή από μνήμης μιας αλυσίδας από 7 χάντρες.

6.2. Τα δομικά στοιχεία στην διαδικασία της μνήμης.



 Ένα πρότυπο λειτουργίας της μνήμης, δηλ. της διαδικασίας με την οποία το άτομο προσλαμβάνει, εντυπώνει και ανα­πλάσσει τις προηγούμενες εμπειρίες, που έχει γίνει γενικά αποδεκτό, περι­λαμβάνει τα εξής τρία δομικά στοιχεία ή συστήματα μνήμης:
α) τις αισθητήριες εικόνες ή αισθητηριακή καταγραφή,
β) τη βραχυπρόθεσμη ή βραχύχρονη μνήμη και
γ) τη μακροπρόθεσμη ή μακρόχρονη μνήμη.
Οι απόψεις των ερευνητών βασίζονται στις εξής βασικές ερευνητικές υποθέσεις για την οργάνωση και τη λειτουργία της μνήμης:
α) οι προσλαμβανόμενες πληροφορίες μεταβιβάζονται από το ένα δομικό σύ­στημα στο άλλο,
β) τα δομικά συστήματα μνήμης διαφέρουν ως προς την ικανότητα συγκρά­τησης, δηλ. ως προς τον αριθμό των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούν να συγκρατήσουν στο κάθε δομικό στοιχείο,
γ) τα δομικά συστήματα διαφέρουν ως προς τη διαρκή συγκράτηση των πληρο­φοριών σε κάθε δομικό στοιχείο και
δ) η κωδικοποίηση των πληροφοριών σε κάθε σύστημα είναι διαφορετική.
Η γνωστική προσέγγιση της επεξεργασίας των πληροφοριών μελετά τον άνθρωπο ως σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών ή ως «μηχανή μάθησης». Η μνήμη δεν αντι­μετωπίζεται ως ένα ενιαίο σύστημα, αλλά ως μια σπονδυλωτή δομή αποτε­λούμενη από δύο βασικά στοιχεία: α) τη μακρόχρονη μνήμη και β) τη βραχύχρονη μνήμη, η οποία γίνεται μνήμη εργασίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η οποία έχει ως πρότυπο τη λειτουργία του ηλεκτρονικού υπολογιστή, υπάρχουν 3 στάδια διαδικασιών:
α) η κωδικοποίηση,
β) η αποθήκευση,
γ) η ανάκληση.
Μέσω της κωδικοποίησης επιτυγχάνεται ο μετασχηματισμός των εισερχόμενων εμπειριών-πληροφοριών σε στοιχεία διατηρήσιμα από το νου. Μέσω της αποθήκευ­σης διατηρούνται στη μνήμη τα δεδομένα που τοποθετήθηκαν εκεί και τα οποία είναι δυνατόν να ανακληθούν όταν χρειαστεί. Τέλος, με την ανάκληση επιτυγχά­νεται ο εντοπισμός των δεδομένων στη μνήμη κάθε φορά που πρέπει να χρησιμο­ποιηθούν.

 

6.3. Ανάλυση του δομικού μοντέλου της μνήμης


 

1) Η αισθητηριακή καταγραφή.
Είναι το αρχικό στάδιο οι σύστημα στο οποίο συγκρατούνται οι πληροφορίες κατά την πρόσληψή τους με σκοπό να επιτευχθεί η μάθηση τους και να καταστούν γνώσεις. Οι αισθητηριακές εικόνες, δηλαδή οι απεικονίσεις των εξωτερικών ερεθι­σμάτων, εντυπώνονται σχεδόν αυτούσιες, χωρίς εσωτερική επεξεργασία. Το σύ­στημα αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλη ικανότητα συγκράτησης και αφετέρου από περιορισμένη χρονική διάρκεια της συγκράτησης: οι πληροφορίες διαρκούν λιγότερο από 1 δευτερόλεπτο. Παρόλο που δε φαίνεται να είναι δυνατή η αναγνώ­ριση της ταυτότητας των πληροφοριών, ωστόσο είναι δυνατή η αναγνώριση ορι­σμένων χαρακτηριστικών τους, όπως το μέγεθος, το χρώμα και η θέση τους μέσα στη σειρά.
Χάρη σ’ αυτό οι διαδοχικές στατικές εικόνες της κινηματογραφικής ταινίας γίνονται αντιληπτές ως κινούμενες, γιατί καθίσταται δυνατή η διατήρηση των πλη­ροφοριών μιας στατικής εικόνας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι, δημι­ουργείται το φαινόμενο που είναι γνωστό με τον όρο «μετείκασμα», δηλαδή η εντύπωση της συνέχισης της όρασης. Αν πρόκειται οι πληροφορίες να διατηρηθούν περισσότερο, πρέπει να μεταφερθούν στον επόμενο αποθηκευτικό χώρο, τη βραχυ­πρόθεσμη μνήμη.
2) Η βραχυπρόθεσμη ή βραχύχρονη μνήμη.
Αποτελεί το αποθηκευτικό στάδιο στο οποίο οι πληροφορίες περιέχονται αμέ­σως μετά τη "διέλευσή" τους από τα αισθητήρια όργανα. Στο στάδιο αυτό γίνεται η αναγνώριση της ταυτότητας των πληροφοριών μέσα από μια διαδικασία κωδικο­ποίησής τους, ώστε να είναι δυνατή η περαιτέρω συγκράτηση και επεξεργασία τους. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά:
α) Η διάρκεια παραμονής των πληροφοριών στη βραχύχρονη μνήμη είναι σύντομη. Οι πληροφορίες που κάθε φορά περιέχει διαρκούν 15 έως 20 δευτερόλεπτα περίπου, εκτός και αν το άτομο παρέμβει και εμποδίσει την εξαφάνισή τους με διάφορες συνειδητές ενέργειες, τις μνημονικές τεχνικές. Για να αποφευχθεί η απώλειά τους, απαιτείται ένα είδος ανακύκλωσης των πληροφοριών, δηλαδή η συνεχής εσωτερική επανάληψη (rehearsal). Για να θυμηθούμε, δηλαδή, έναν αριθμό τηλεφώνου, τον επαναλαμβάνουμε μέχρι να τον σχηματίσουμε στην τηλεφωνική συσκευή. Επίσης, ένα άτομο μπορεί να διατηρήσει μια πληροφορία για πολύ καιρό στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, εάν έχει συνεχώς συγκεντρωμένη την προσοχή του σε αυτή.
β) Το πλήθος των πληροφοριών που μπορούν να καταχωριστούν είναι περιορισμένο. Αναφορικά με την χωρητικότητα της βραχυπρόθεσμης μνήμης υποστηρίζεται ότι ο ενήλικος μπορεί να συγκρατήσει συγχρόνως  μονάδες πληροφοριών, δηλαδή 5 έως 9 πληροφοριακά στοιχεία. Κάθε επιπλέον νέα μονάδα πληροφοριών εκτοπίζει μια πληροφορία παλαιότερη και καταλαμβάνει τη θέση της. Ένας τρόπος για να αυξηθεί η χωρητικότητα της βρα­χυπρόθεσμης μνήμης είναι η οργάνωση των πληροφοριών σε περιεκτικές κατηγορίες, π.χ. ο επταψήφιος αριθμός τηλεφώνου 6533253 μπορεί να οργανωθεί σε τρεις περιεκτικές κατηγορίες: το 65 να κατηγοριοποιηθεί ως τηλε­φωνικός τομέας περιοχής (Χολαργός), το 33 ως η «ηλικία του Χριστού» και το 253 ως η «εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου» κλπ.

 Επομένως, αν οι πληροφορίες που συγκρατούνται στη βραχύχρονη μνήμη δεν προωθηθούν σε επόμενο στάδιο (μακροπρόθεσμη μνήμη), τότε θα χαθούν ή θα εκτοπιστούν από νεοεισερχόμενους πληροφορίες. Η απώλεια αυτή, ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, φαίνεται ότι είναι χρήσιμη, καθώς υπάρχει η αποσυμφόρηση από περιττές πληροφορίες.
3) Η μακροπρόθεσμη ή μακρόχρονη μνήμη.
Η μακροπρόθεσμη μνήμη συνιστά το τελικό δομικό στοιχείο της μνημονικής συσκευής. Αν οι πληροφορίες που προσλήφθηκαν συγκρατούνται για χρόνο περισ­σότερο από μερικά δευτερόλεπτα, τότε μεταβιβάζονται από το σύστημα της βραχυ­χρόνιας μνήμης στο σύστημα της μακρόχρονης, όπου και παραμένουν. Το σύστημα αυτό έχει απεριόριστη δυνατότητα ποσοτικής και χρονική συγκράτησης των πληρο­φοριών. Η απώλειά τους αποδίδεται στην απόσβεσή τους με την πάροδο του χρό­νου ή την παρεμβολή άλλων πληροφοριών. Περιέχει το απέραντο πλήθος πληροφο­ριών που έχουμε μάθει στην πορεία της ζωής μας.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι από την πληθώρα των περιβαλ­λοντικών λογικών πληροφοριακών ερεθισμάτων μόνο μερικά επιλέγονται και εισέρχονται στο σύστημα της αισθητήριας καταγραφής. Μεταξύ, δηλαδή, όσων εγγράφονται στη μνήμη γίνεται ένα είδος ανταγωνισμού και επικρατούν τελικά αυτά που έχουν γίνει κτήμα εκείνου που μαθαίνει. Από εκεί μόνο ορισμένα προωθούνται στο σύστημα της βραχυχρόνιας μνήμης, απ’ όπου τελικά πολύ λιγότερα μεταβιβάζονται στη μακρόχρονη μνήμη. Εδώ οι πληροφορίες υφίστανται επεξεργασία και μπορούν να διατηρηθούν επ’ αόριστον για περαιτέρω χρήση. Η χωρητικότητα της είναι θεωρητικά απεριόριστη.
Συμπερασματικά, η μόνη συνειδητή νοητική λειτουργία είναι η βραχυπρόθεσμη μνήμη, όπου το άτομο μπορεί να συμμετέχει ενεργώς και να λαμβάνει γνώση όσων έχουν μνημονευθεί και απομνημονευθεί. Για να γνωρίσουμε, λοιπόν, μια προηγού­μενη εμπειρία, πρώτα την αναζητούμε στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Αν δεν υπάρχει εκεί, την αναζητούμε στην μακροπρόθεσμη. Από τη μακροπρόθεσμη την ανασύ­ρουμε στη βραχυπρόθεσμη, όπου γνωρίζουμε την ύπαρξή της. Εκεί η ανακα­λούμενη παράσταση μπορεί να διατηρηθεί 15 έως 20 δευτερόλεπτα και ύστερα εκ­τοπίζεται πάλι στην μακροπρόθεσμη.

6.4. Οι βασικές λειτουργίες της μνήμης.


 Κύριοι τομείς έρευνας της μνήμης είναι οι διαδικασίες της προώθησης και της αποθήκευσης των πληροφοριών, τόσο στη βραχυπρόθεσμη όσο και στη μακροπρόθεσμη μνήμη, καθώς και οι διαδικασίες της διατήρησης και της ανάσυρσης από τους αποθηκευμένους χώρους για περαιτέρω χρήση. Επομένως, οι βασικές λειτουργίες της μνήμης είναι η συγκράτηση και η ανάπλαση των πληρο­φοριακών ερεθισμάτων, τα οποία έχουν προσβληθεί και κωδικοποιηθεί, ώστε να είναι δυνατή η αναπαράστασή τους στο γνωστικό σύστημα του ανθρώπου. Οι δύο αυτές επιμέρους λειτουργίες της μνήμης βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, γιατί προκειμένου να μπορούμε να θυ­μηθούμε κάτι, πρέπει προηγουμένως να το έχουμε συγκρατήσει, ενώ ο τρόπος και η ευκολία με την οποία μπορούμε να θυμηθούμε κάτι εξαρτάται από τον τρόπο της συγκράτησής του στη μνήμη.

Α) Η συγκράτηση των πληροφοριών.
Προκειμένου να είναι δυνατή η μνημονική ανάπλαση κάθε είδους πληροφορίας του περιβάλλοντος, είναι ανάγκη η μνήμη να μπορεί να συγκρατεί όλα τα είδη πληροφοριών, π.χ. για να μπορέσουμε να διαβάσουμε μια λέξη, πρέπει να γνωρίζουμε τα γράμματα, τους ήχους που αντιστοιχούν σε αυτά αλλά και τη σημα­σία της λέξης. Η διεκπεραίωση της αναγνώρισης των επιμέρους πληροφοριακών στοιχείων μιας λέξης κατορθώνεται χάρη στην υπάρχουσα μνημονική συγκράτηση των αντίστοιχων γραφημικών, φωνολογικών και σημασιολογικών πληροφοριών – οι σημασιολογικές πληροφορίες μπορεί να μην αναγνωρίζονται λόγω ελλιπούς συγκράτησής τους στη μνήμη.
Δύο βασικά θέματα που αναφέρονται στη συγκράτηση των πληροφοριών είναι:
  1) πώς συγκρατούνται οι πληροφορίες και οι γνώσεις στη μνήμη και
  2) τι είναι εκείνο που συγκρατείται στη μνήμη.

1) Ο τρόπος συγκράτησης των σημασιολογικών πληροφοριών στη μνήμη.
Το ερώτημα σχετικά με το πώς συγκρατούνται στη μνήμη οι πληροφορίες που έχουν προσληφθεί και θεωρούνται γνώσεις σχετίζονται με τον τρόπο οργάνωσης των γνώσεων στη μνήμη. Από αυτό προκύπτουν τρεις υποθέσεις σχετικά με τη συγκράτηση των πληροφοριών:
i) Η υπόθεση συγκράτησης των πληροφοριών με βάση τα γνωστικά σχήματα:
Η συγκράτηση των πληροφοριών συμβαίνει, επειδή χα­ρακτηριστικό των γνωστικών σχημάτων είναι ότι το καθένα αποτελεί ένα δομημένο σύνολο εν­νοιών, οι οποίες είναι ήδη τμήμα των γνώσεων που υπάρχουν στη μνήμη. Επι­πλέον, μπορούν να δομούνται μεταξύ τους σε ευρύτερους σχηματισμούς και να αντιπροσωπεύουν διαφορετικά επίπεδα των πληροφοριών. Επομένως, αποτελούν δομικά στοιχεία του γνωστικού συστήματος, αναπαριστάνοντας γνώσεις από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη και διεκπεραιώνοντας θεμελιώδεις γνωστικές λειτουργίες, όπως η μάθηση, η κατανόηση, η σκέψη. Εκείνο που τελικά συγκρατείται είναι το αποτέλεσμα της επεξεργασίας των προσλαμβανόμενων πληροφοριών και του συσχετισμού τους με τις ήδη υπάρχουσες μέσα στη μνήμη, οι οποίες είναι γνώσεις διαμορφωμένες σε σχήματα.
ii) Η υπόθεση της συγκράτησης των πληροφοριών με βάση την ιεραρχική σχέση τους:
Η συγκράτηση των σημασιολογικών πληροφοριών είναι οργανωμένη σε ένα δίκτυο αλληλοσυνδεδεμένων εννοιών, το οποίο έχει ιεραρχική δομή και περι­έχει τα κομβικά σημεία των σημασιολογικών μονάδων των διαφόρων επιπέδων. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της συγκράτησης πληροφοριών στη μνήμη βασί­ζεται στην ιεραρχική θέση που έχουν οι πληροφορίες. Αν σκεφθούμε μια έννοια στο κάτω μέρος της ιεραρχίας, τότε οι γνώσεις που έχουμε γι’ αυτήν περιλαμ­βάνουν όχι μόνο τα ειδικά προσδιοριστικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις υπερκείμενες έννοιες. Παρά τη λογική που χαρακτηρίζει την υπόθεση της συγκράτησης με βάση την ιεραρχική θέση και δομή των πληροφοριών, έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις. Ενώ φαίνεται να ερμηνεύει ικανοποιητικά τη συγκράτηση περιορισμένου αριθμού εν­νοιών, δείχνει να παρουσιάζει αρκετά προβλήματα όταν χρησιμοποιείται για να ερ­μηνεύσει τη συγκράτηση του συνόλου των εννοιών που απαρτίζουν τις γνώσεις ενός ατόμου.
iii) Η υπόθεση της συγκράτησης των πληροφοριών με βάση τα σημασιολογικά δίκτυα:
Αποτελεί βελτιωμένη υπόθεση για ιεραρχική σχέση των εννοιών στη μνήμη. Στηρίχθηκε σε τρεις υποθέσεις. Πρώτον, οι έννοιες συγκρατούνται στη μνήμη έτσι ώστε να δημιουργούνται σχέ­σεις μεταξύ τους στη βάση ενός δικτύου, δηλαδή μια έννοια συνδέεται με άλλες έννοιες που έχουν κάθε βαθμού ομοιότητας με αυτήν. Δεύτερον, ο βαθμός της σχέ­σης μεταξύ των εννοιών αναπαρίσταται από την απόσταση ανάμεσά τους στο δίκτυο, δηλ. όσο μικρότερη είναι η μεταξύ τους απόσταση τόσο ισχυρότερη και η σημασιολογική τους σχέση. Τρίτον, όταν διαβάζουμε ή ακούμε μια λέξη ή όταν σκεπτόμαστε γι’ αυτήν, τότε φαίνεται ότι ενεργοποιούμε ένα δίκτυο σημασιολογι­κών σχέσεων των λέξεων. Κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης βασική διαπίστωση πειραμάτων ήταν ότι η παρουσία μιας αρχικής λέξεις ενεργοποιεί όλες τις σημασιολογικά συσχετιζόμενες λέξεις, αλλά όχι εκείνες που είναι σημασιολογικά άσχετες, με αποτέλεσμα οι ση­μασιολογικά συσχετιζόμενες να είναι ευκολότερα προσπελάσιμες.
iv) Η υπόθεση της συγκράτησης των πληροφοριών με βάση τα πλαίσια και τα χαρακτηριστικά:
Η συγκράτηση των πληροφοριών στη μνήμη είναι οργανωμένη με βάση τα πλαίσια διπλής εισόδου. Σε ένα σύνολο λέξεων τόσο με βάση την κατηγοριο­ποίησή τους σε πλαίσια διπλής εισόδου, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο μεθόδων συγκράτησης των σημασιολογικών πληροφοριών στη μνήμη. Συνεπώς, η ερευνητική στήριξη της υπόθεσης θεωρήθηκε ότι δεν είναι ικανοποιητική και δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή.

2) Η μορφή συγκράτησης και αναπαράστασης των σημασιολογικών πληροφο­ριών στη μνήμη.
Η μορφή των πληροφοριών η των γνώσεων που συγκρατούνται στη μνήμη εξαρ­τάται τόσο από τη διάρκειά της συγκράτησης των πληροφοριών όσο και από το είδος και τη χρήση των πληροφοριών. Σύμφωνα με το δομικό μοντέλο της μνήμης οι πληροφορίες που προσλαμβάνονται συγκρατούνται ή αναπαρίστανται σε διαφο­ρετικά στάδια ή φάσεις επεξεργασίας: αισθητήρια καταγραφή, βραχυπρόθεσμη, μακροπρόθεσμη μνήμη. Επειδή σε αυτά τα στάδια διαφοροποιούνται η διάρκεια συγκράτησης και ο αριθμός των πληροφοριακών δεδομένων, διαφοροποιείται και η μορφή με την οποίαν συγκρατούνται.
i) Η αναπαράσταση στα αρχικά στάδια επεξεργασίας.
Στα πρώτα στάδια η αναπαράσταση των πληροφοριών βασίζεται στα αντιλη­πτικά χαρακτηριστικά τους. Οι προσλαμβανόμενες πληροφορίες αναπαρίστανται με εικο­νική αναπαράσταση και γι’ αυτό θεωρούνται ότι συγκροτούν μια νοητή εικόνα η οποία είναι η αναπαράσταση ορισμένων στοιχείων των προσληφθεισών πληροφο­ριών. Τα στοιχεία που μπορούν κατά το στάδιο αυτό να αναγνωριστούν είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στο μέγεθος, στη θέση, στο σχήμα ή στο χρώμα των πληροφοριών. Επομένως, η νοητική εικόνα είναι μια αναπαράσταση των πληροφο­ριών που δεν περιέχει υποχρεωτικά όλα τα στοιχεία των πληροφοριών.
ii) Η αναπαράσταση της μακρόχρονης μνήμης.
Στο στάδιο αυτό η αναπαράσταση στηρίζεται σε σημασιολογικά χαρακτηριστι­κά. Με αφετηρία τη βασική αρχή ότι οι προσλαμβανόμενες πληροφορίες προκει­μένου να γίνουν γνώσεις πρέπει να συγκρατηθούν και να υποστούν μια σειρά από επεξεργασίες σε ένα γνωστικό σύστημα με περιορισμούς (χώρου, χρόνου κ.ά.), υποθέτουμε ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει αυτή τη διαδοχική επεξεργασία είναι το στοιχείο της οικονομίας.
Μια βασική διαφορά μεταξύ της συγκράτησης των πληροφοριών στα αρχικά στάδια επεξεργασίας και στη μακροπρόθεσμη μνήμη είναι ότι στα αρχικά οι πλη­ροφορίες κρατούνται για λίγο προκειμένου να υποστούν επεξεργασία και να προω­θηθούν στα επόμενα, ενώ στη μακροπρόθεσμη συγκρατούνται και διατηρούνται εφ’ όρου ζωής. Οι λέξεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες έννοιες, π.χ. διαστημόπλοιο, καράβι, ποτήρι, μπορούν να αναπαρασταθούν με δύο τρόπους στη μακρόχρονη μνήμη, τόσο με βάση την προφορική-αρθρωτική φύση τους όσο και ως νοητικές εικόνες. Αντίθετα, οι λέξεις με αφηρημένες έννοιες, π.χ. συνείδηση, ελευθερία, δικαιοσύνη, αναπαρίστανται με μια μορφή, συνήθως προφορική-αρθρωτική.

Β) Η ανάπλαση των πληροφοριών.
Η ανάπλαση των πληροφοριών που έχουμε συγκρατήσει και έχουν ήδη γίνει γνώσεις συνδέεται στενά με τη συγκράτηση των πληροφοριών σε βαθμό που είναι δύσκολο να διαχωριστεί. Αναφέρεται στον εντοπισμό, στη χρήση και στην αξιοποί­ηση των πληροφοριών που έχουν συγκρατηθεί. Για το λόγο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί μια σημαντική φάση στη διαδικασία της μάθησης και απόκτησης των γνώσεων. Είναι η λειτουργία μέσω της οποίας συνήθως αποδεικνύεται η αποτελε­σματικότητα της μάθησης και το επίπεδο των γνώσεων και των πληροφοριών που έχουν αποκτηθεί, ενώ παρά αξιολογείται η προσπάθεια και ικανότητα του ατόμου για μάθηση. Οι κυριότεροι τρόποι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να αποδειχθεί ότι ένα άτομο έχει προσλάβει και συγκρατήσει ένα σύνολο πληροφοριών είναι η αναγνώριση και η ανάκληση.
1) Η αναγνώριση.
Αν ζητηθεί από ένα άτομο να θυμηθεί π.χ. «ποια είναι η πρωτεύουσα της Κορέας», ενδέχεται να μην μπορέσει να απαντήσει σωστά. Αυτό θεωρείται ως ένδειξη ότι η μάθηση των ζητούμενων πληροφοριών δεν έχει συντελεστεί ή είναι ελλιπής. Αν όμως ζητηθεί από το ίδιο το άτομο να αναγνωρίσει την πρωτεύουσα της Κορέας μεταξύ άλλων πρωτευουσών που του παρουσιάζονται, ενδέχεται να επιλέξει τη σωστή απάντηση. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο αυτό έχει μάθει τη συγκεκριμένη πληροφορία, αλλά όταν τη χρειάστηκε δε μπορούσε να αντιμετω­πίσει και να την ανασύρει από τη μνήμη.
Η επαναπαρουσίαση της πληροφορίας που είχαμε μάθει βοηθά στην αποτελε­σματικότερη ανίχνευση, προσδιορισμό και αναγνώριση της πληροφορίας που είχε κωδικοποιηθεί και συγκρατηθεί στη μνήμη. Η αναγνώριση θεωρείται ως μια γνωστική λειτουργία που φαίνεται να είναι ευκολότερη από την ανάκληση.
2) Η ανάκληση.
Η ανάκληση των πληροφοριών από τη μνήμη χαρακτηρίζεται ως η βασικότερη μέθοδος αξιολόγησης της μάθησης των πληροφοριών και της κατοχής γνώσεων. Κατ’ αυτήν εντοπίζουμε και ανασύρουμε από τη μνήμη τις πληροφορίες που είχαμε προσλάβει και μάθει. Αν η ανάκληση έχει μια ορισμένη σειρά, χαρακτηρίζεται ως ανάκληση σειράς, ενώ αν δεν υφίσταται τέτοιους περιορισμούς, χαρακτηρίζεται ως ελεύθερη ανάκληση.
Η ανάκληση είναι μια σύνθετη γνωστική δραστηριότητα, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα διεξαγωγής έρευνας στη μνημονική «αποθήκη» των πληροφοριών για εντοπισμό και ανάσυρση των ανάλογων πληροφοριών. Ωστόσο, οι πληροφορίες που τελικά μπορούν να ανακαλούνται φαίνεται να είναι λιγότερες από τις πληρο­φορίες που υπάρχουν στη μνήμη. Όταν κάποιος αποτυγχάνει στην ανάκληση των ζητούμενων πληροφοριών, δεν σημαίνει ότι δεν έχει μάθει συγκεκριμένες πληρο­φορίες, αλλά ότι η μάθησή τους είναι δυνατόν να μην ήταν τόσο καλή, με αποτέλε­σμα να μην είναι δυνατή η ανάκλησή τους.